- κάτροπτον
- κάτροπτον, τὸ (Α)κάτοπτρο*.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτοπτρον με μετάθεση τού -ρ-. Ο τ. κάτροπτον σημειώνει την αρχή μιας σειράς φωνητικών μεταβολών που κατέληξαν στο νεοελλ. καθρέφτης βλ. λ.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ρ, ρ — (αρχαία ελληνικά ρω). Το δέκατο έβδομο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Προέρχεται από το σημιτικό resh (= κεφάλι ανθρώπου) που γραφόταν  ή  . Με το ίδιο περίπου σχήμα (, ), παριστάνεται το ρο στις αρχαιότερες επιγραφές της Θήρας, της Κρήτης,… … Dictionary of Greek
καθρέφτης — Βλ. λ.κάτοπτρο. * * * και καθρέπτης και κατρέφτης, ο (Μ καθρέφτης και καθρέπτης) 1. κάτοπτρο 2. λεία επιφάνεια η οποία ανακλά εικόνες, μορφές κ.λπ. 3. υπόδειγμα, ομοίωμα νεοελλ. 1. κάθε λεία και καλογυαλισμένη επιφάνεια («θα γυαλίσετε τις μπότες… … Dictionary of Greek